Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

βερνικωθούν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βερνικώνομαι
  2. θα βερνικωθούν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βερνικώνομαι