βερνικωθεί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαβερνικωθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος βερνικώνομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βερνικώνομαι
- θα βερνικωθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βερνικώνομαι