Ετυμολογία

επεξεργασία
βεελζεβούλ < (ελληνιστική κοινήΒεελζεβούλ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ve.el.zeˈvul/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βεελζεβούλ αρσενικό άκλιτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία