Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

βεβαιωθείτε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βεβαιώνομαι
  2. θα βεβαιωθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βεβαιώνομαι
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος βεβαιώνομαι