Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

βγάλω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βγάζω
  2. θα βγάλω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βγάζω