Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

βαφτεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος βάφομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βάφομαι
  3. θα βαφτεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βάφομαι