Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

βαυκαλιστούμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βαυκαλίζομαι
  2. θα βαυκαλιστούμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βαυκαλίζομαι