Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

βασίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος βασίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βασίζω
  3. θα βασίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βασίζω