Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

βαριαναστενάξετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βαριαναστενάζω
  2. θα βαριαναστενάξετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βαριαναστενάζω