Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαριαναστενάζω < βαριά (ως επιτατικό) + αναστενάζω

  Ρήμα επεξεργασία

βαριαναστενάζω

  • αναστενάζω βαριά (με έντονο τρόπο), συνήθως σε ένδειξη μεγάλου πόνου, ανησυχίας, απογοήτευσης κλπ

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία