Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαθυστόχαστα < βαθυστόχαστος

  Επίρρημα επεξεργασία

βαθυστόχαστα

  • με τρόπο που εκφράζει μεγάλη σκέψη

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία