βαθμός πρεσβυωπίας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βαθμός πρεσβυωπίας: < → δείτε τις λέξεις βαθμός και πρεσβυωπία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
βαθμός πρεσβυωπίας αρσενικό
- (ιατρική) μέτρο κατασκευής φακού πρεσβυωπίας εκ του οποίου και χαρακτηρίζεται η παρούσα πρεσβυωπία
Μεταφράσεις επεξεργασία
βαθμός πρεσβυωπίας
|