βαθμονομήσετε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
βαθμονομήσετε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βαθμονομώ
- θα βαθμονομήσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βαθμονομώ