Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

βαθμολόγησε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος βαθμολογώ
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος βαθμολογώ