Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

βαδίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βαδίζω
  2. θα βαδίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βαδίζω