Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

βάψεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βάφω
  2. θα βάψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βάφω