Δείτε επίσης: βάλεις

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

βάλλεις

  • β' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος βάλλω



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

βάλλεις

  • β' πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος βάλλω