Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αὐτονοέω < αὐτόνοος

  Ρήμα επεξεργασία

αὐτονοέω

  1. σκέφτομαι με το δικό μου τρόπο, έχω δικές μου απόψεις
  2. σκέφτομαι για λογαριασμό μου

Συγγενικά επεξεργασία