Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αχνίσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αχνίζω
  2. θα αχνίσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αχνίζω