αφουγκραστείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααφουγκραστείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αφουγκράζομαι
- θα αφουγκραστείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αφουγκράζομαι
αφουγκραστείς