αφιχθούμε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααφιχθούμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αφικνούμαι
- θα αφιχθούμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αφικνούμαι
αφιχθούμε