αφιερωθείτε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααφιερωθείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αφιερώνομαι
- θα αφιερωθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αφιερώνομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αφιερώνομαι