Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αφεθώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αφήνομαι
  2. θα αφεθώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αφήνομαι