Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτόκαυστο < αυτο- + καύση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αυτόκαυστο ουδέτερο

  • (ιατρική): ειδική συσκευή για αποστείρωση αντικειμένων με χρήση κορεσμένου ατμού υπό πίεση, που υπερβαίνει σε θερμοκρασία τους 100 βαθμούς Κελσίου.

  Μεταφράσεις επεξεργασία