Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

αυτοχειριαστώ

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αυτοχειριάζομαι
  2. θα αυτοχειριαστώ: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αυτοχειριάζομαι