αυτομολήσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αυτομολήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αυτομολώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αυτομολώ
- θα αυτομολήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αυτομολώ