Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αυτοκτονήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αυτοκτονώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αυτοκτονώ
  3. θα αυτοκτονήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αυτοκτονώ