αυτοδιοικηθείς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααυτοδιοικηθείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αυτοδιοικούμαι
- θα αυτοδιοικηθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αυτοδιοικούμαι