αυτοδιαλυθείτε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίααυτοδιαλυθείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αυτοδιαλύομαι
- θα αυτοδιαλυθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αυτοδιαλύομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος αυτοδιαλύομαι