Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοαθωώνομαι < αυτο- + αθωώνομαι

  Ρήμα επεξεργασία

αυτοαθωώνομαι

  • αθωώνω τον εαυτό μου
    Αν σταματήσουμε για λίγο να αυτοαθωωνόμαστε, θα αναγκαστούμε να παραδεχτούμε ότι μαζί με τον αναλφαβητισμό εξέλειψε -τι ειρωνεία!- και η εκτίμηση για τα γράμματα. (*)

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία