Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αυξομειώσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αυξομειώνω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αυξομειώνω
  3. θα αυξομειώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αυξομειώνω