αυξομειώσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αυξομειώσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αυξομειώνω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αυξομειώνω
- θα αυξομειώσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αυξομειώνω