Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ατσαλώσουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ατσαλώνω
  2. θα ατσαλώσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ατσαλώνω