Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ατσέλεγος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ατσέλεγος αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία

  • Χρυσούλα Τσιγκρίτση-Κατσιανάκη, Κρητικά ετυμολογικά, Πανεπιστήμιο Κρήτης, 1989, σελ. 396 [1]