ατζεμλής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαατζεμλής αρσενικό
- ο καταγόμενος από την Περσία, λέξη που ήταν σε χρήση την εποχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία ατζεμλής
|
ατζεμλής αρσενικό
|