Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασύρματα < ασύρματος +

  Επίρρημα επεξεργασία

ασύρματα

  • με ασύρματο τρόπο, χωρίς τη μεσολάβηση καλωδίων

  Μεταφράσεις επεξεργασία