Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ασωτέψουν

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ασωτεύω
  2. θα ασωτέψουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ασωτεύω