Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ασωτέψει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ασωτεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ασωτεύω
  3. θα ασωτέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ασωτεύω