ασωτέψει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαασωτέψει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ασωτεύω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ασωτεύω
- θα ασωτέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ασωτεύω