Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

ασχημίσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ασχημίζω
  2. θα ασχημίσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ασχημίζω