Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ασφαλτώσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ασφαλτώνω
  2. θα ασφαλτώσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ασφαλτώνω