Δείτε επίσης: ἀσυγκρίτως

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασυγκρίτως < (ελληνιστική κοινήἀσυγκρίτως

  Επίρρημα επεξεργασία

ασυγκρίτως

  Μεταφράσεις επεξεργασία