Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αστροφέξω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αστροφέγγω
  2. θα αστροφέξω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αστροφέγγω