Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αστροφέγγω < άστρο + φέγγω

  Ρήμα επεξεργασία

αστροφέγγω

  • φέγγω σαν άστρο
    όταν μπήκε στο δωμάτιο με το πανέμορφο φόρεμά της, αστροφεγγούσε

  Μεταφράσεις επεξεργασία