αστράψουμε
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
αστράψουμε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αστράφτω
- θα αστράψουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αστράφτω
αστράψουμε