Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αστοχήσουμε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αστοχώ
  2. θα αστοχήσουμε: α' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αστοχώ