ασπρίσει
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ρηματικός τύπος επεξεργασία
ασπρίσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος ασπρίζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ασπρίζω
- θα ασπρίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ασπρίζω