ασκόπως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ασκόπως < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀσκόπως < αρχαία ελληνική ἄσκοπος
Επίρρημα
επεξεργασίαασκόπως
Πηγές
επεξεργασία- άσκοπος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας