Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

ασημώσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ασημώνω
  2. θα ασημώσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ασημώνω