ασβεστοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαασβεστοποιώ
- παράγω ασβέστιο
- επιχειρώ ασβεστοποίηση, εναποθέτω στρώμα αλάτων ασβεστίου για να καταστήσω κάτι σκληρότερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ασβεστοποιώ
|
ασβεστοποιώ
|