Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασβεστοποιώ < ασβέστιο + ποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

ασβεστοποιώ

  1. παράγω ασβέστιο
  2. επιχειρώ ασβεστοποίηση, εναποθέτω στρώμα αλάτων ασβεστίου για να καταστήσω κάτι σκληρότερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία