Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

αρραβωνιαστεί

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος αρραβωνιάζομαι
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αρραβωνιάζομαι
  3. θα αρραβωνιαστεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αρραβωνιάζομαι