Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αρμενο- < Αρμεν(ία) + -ο-

  Πρόθημα επεξεργασία

αρμενο- ή αρμενό-

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία